- πολυζώητος
- -η, -οαυτός που έζησε πολλά χρόνια, πολυετής, μακρόβιος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πολυζώητος — η, ο / πολυζώητος, ον, ΝΜ 1. μακρόβιος, πολύζωος 2. πολύ ηλικιωμένος, πολυετής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ζῶ (πρβλ. κακο ζώητος)] … Dictionary of Greek
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek
πολύζωος — (I) ον, Α ο πολυζώητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ζωος (< ζωή), πρβλ. δί ζωος, εύ ζωος]. (II) ον, Α 1. αυτός που αποτελείται από πολλά ζώα («πολύζῳος ἀγέλα», Φίλ.) 2. (για τον ζωδιακό κύκλο) αυτός που έχει πάρει το όνομά του από πολλά ζώα 3. το… … Dictionary of Greek